μηδαμινότητα

μηδαμινότητα
η
η ιδιότητα τού μηδαμινού, αναξιότητα, παντελής απαξία, ευτέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμινός. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Θ. Παπάζογλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μηδαμινότητα — η το να μην έχει κανείς αξία, να είναι μηδαμινός, τιποτένιος, ασήμαντος: Δε θέλω ν ακούω για μηδαμινότητες που κάνουν τους σπουδαίους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αθεϊσμός — Φιλοσοφικός όρος ο οποίος αποδίδεται σε κάθε αντίληψη σχετικά με τον κόσμο και η οποία αρνείται κατά οποιονδήποτε τρόπο την ύπαρξη θεού. Ο Πλάτων στο έργο του Νόμοι θεωρεί ως κύρια μορφή α. τον υλισμό. Επειδή ο υλισμός θεωρεί πράγματι τον φυσικό… …   Dictionary of Greek

  • αναξιότητα — Όρος του κληρονομικού δικαίου. Η ανικανότητα να γίνει κανείς κληρονόμος ενός προσώπου για ορισμένους λόγους, π.χ. επειδή θανάτωσε ή αποπειράθηκε να θανατώσει τους γονείς, τα παιδιά του, την/τον σύζυγό του, εμπόδισε παράνομα τον κληρονομούμενο να… …   Dictionary of Greek

  • ασημότητα — η (AM ἀσημότης) [άσημος] η ιδιότητα του άσημου, του ασήμαντου, η ασημαντότητα ή μηδαμινότητα …   Dictionary of Greek

  • κενότητα — η (Α κενότης) [κενός] 1. ματαιότητα, μηδαμινότητα, κουφότητα 2. φλυαρία, κενολογία, μωρολογία νεοελλ. 1. η ιδιότητα τού κενού, τού άδειου 2. έλλειψη, ανυπαρξία αρχ. (για σφυγμό) διάλειψη …   Dictionary of Greek

  • μικροψυχία — και μικροψυχιά, η (ΑΜ μικροψυχία) [μικρόψυχος] μικρότητα ψυχής, ποταπότητα φρονήματος, μηδαμινότητα, ευτέλεια νεοελλ. μσν. έλλειψη ψυχικής δύναμης ή γενναιότητας, ολιγοψυχία, λιποψυχία, δειλία μσν. απογοήτευση, αποκαρδίωση αρχ. φιλονικία για… …   Dictionary of Greek

  • ουδένεια — οὐδένεια και οὐδενία και οὐθένεια, ἡ (Α) [ουδέν] μηδαμινότητα, αναξιότητα, ευτέλεια …   Dictionary of Greek

  • ουδαμινότης — οὐδαμινότης, ητος, ἡ (Α) [ουδαμινός] μηδαμινότητα …   Dictionary of Greek

  • ουδείς — ουδεμία, ουδέν (AM οὐδείς, οὐδεμία, οὐδέν, Α αρσ. και οὐθείς, ουδ. και οὐθέν) (αόρ. αντων. που κλίνεται κατά το εἷς, μία, ἕν) 1. ούτε ένας, κανένας («οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρίοις δουλεύειν», ΚΔ) 2. το ουδ. ως ουσ. το ουδέν κανένα πράγμα, τίποτε 3 …   Dictionary of Greek

  • ουθενότης — οὐθενότης, ἡ (Μ) [ουθέν] μηδαμινότητα, αναξιότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”